Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γῆ κληροῦχος

См. также в других словарях:

  • κληροῦχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… …   Dictionary of Greek

  • κληρούχος — α, ο αυτός που έλαβε μέρος γης με κλήρο: Οι Αθηναίοι έστειλαν πολλούς κληρούχους σ έρημα νησιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρούχοις — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat pl κληρού̱χοις , κληροῦχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχου — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen sg κληρού̱χου , κληροῦχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχους — κλήρουχος one who held an allotment of land masc acc pl κληρού̱χους , κληροῦχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχων — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen pl κληρού̱χων , κληροῦχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχῳ — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat sg κληρού̱χῳ , κληροῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροῦχε — κληροῦχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροῦχοι — κληροῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροῦχον — κληροῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»